ζηλοῦμαι

ζηλοῦμαι
ζηλέω
to be zealous for
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)
ζηλόω
vie with
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζηλώ — (AM ζηλῶ, όω, Α και δωρ. τ. ζαλῶ, έω) [ζήλος Ι] 1. με ζήλο και πόθο προσπαθώ να αποκτήσω κάτι 2. μιμούμαι με ζήλο και ζέση 3. φθονώ τα αγαθά τού άλλου, ζηλοφθονώ μσν. αρχ. 1. μακαρίζω, καλοτυχίζω («ζηλῶ σε τοῡ νοῡ», Σοφ.) 2. αποδίδω φιλοφρονήσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”